- ομομαθής
- ὁμομαθής, -ές (Α)αυτός που μαθαίνει κάτι μαζί με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -μαθής (< ἔμαθον, μανθάνω), πρβλ. πολυ-μαθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμομαθεῖς — ὁμομαθής learning with another masc/fem acc pl ὁμομαθής learning with another masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek